- αλληλομαχώ
- (-έω) [αλληλομάχος]συνήθ. στον πληθ. αλληλομαχούμεφιλονικούμε μεταξύ μας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλομάχος — ἀλληλομάχος, ον (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι αυτοί που μάχονται μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + μαχος (< μάχομαι). ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ] … Dictionary of Greek